- τέντζερες
- τέντζερης ο , τέντζερη η кастрюля;
§ κύλισε ο τέντζερ και βρήκε το καπάκι — погов, два сапога пара; — оба хороши, один другого стоит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κύλισε ο τέντζερ και βρήκε το καπάκι — погов, два сапога пара; — оба хороши, один другого стоит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τέντζερης — και τέτζερης και τζέντζερης και τσέντζερης και τέντζερες, ο, και τέντζερη, η, και τ. πληθ. αρσ. τεντζερέδες, οι, και ετερκλ. τ. πληθ. ουδ. τζεντζερέδια και τσεντζερέδια και τεντζέρια, τα, Ν 1. χάλκινη χύτρα 2. στον πληθ. οι τεντζερέδες και τα… … Dictionary of Greek
τέντζερης — τέντζερης, ο και τεντζερές, ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. χάλκινη χύτρα. 2. στον πληθ., τενζερέδες το σύνολο των μαγειρικών σκευών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)